- δορκάδιο
- το (AM δορκάδιον)νεοελλ.φυτοφάγο κολεόπτερο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδώναρχ.-μσν.ζαρκάδι μικρής ηλικίας, ζαρκαδάκιαρχ.1. ασημένιο κόσμημα με το σχήμα ζαρκαδιού2. το φυτό δίκταμνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δορκάς — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά. * * * η (AM δορκάς Α και δόρξ, ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ… … Dictionary of Greek